«Όταν η Μελωδία γεννά συναισθήματα... όταν τα συναισθήματα γίνονται Προσευχή... τότε τα μάτια δακρύζουν... ποτίζοντας την δίψα της Ψυχής για την Ένωση της με τον Θεό» -Ευγένιος Χαρδαβέλλας-

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

ΚΟΣΜΙΚΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


ΚΟΣΜΙΚΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Γνωρίζουμε λίγα πράγματα για την κοσμική μουσική του Βυζαντίου. Υπάρχουν κάποιες περιγραφές μουσικής του παλατιού σε βιβλίο του Κωνσταντίου Ζ' του Πορφυρογέννητου (905-959) του 10ου αιώνα. Επίσης απεικονίζονται όργανα και σύνολα κοσμικής μουσικής σε τοιχογραφίες μοναστηριών στην Ελλάδα (Μονή Μεγάλης Λαύρας και Σταυρονικήτα, Μονή Λούκους στο ’Αστρος, Μονή Φιλανθρωπηνών στα Ιωάννινα και Μονή Βαρλαάμ στα Μετέωρα) και σε εκκλησιαστικά χειρόγραφα (κώδικες). Κομμάτια κοσμικής μουσικής είναι σπάνια στα βυζαντινά χειρόγραφα. Από τις πηγές μας διαπιστώνουμε ότι υπήρχε πολύ μουσική σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, όπως σε χορούς, πανηγύρια, θέατρα και παντομίμες, στον ιππόδρομο, σε αθλητικούς αγώνες, δεξιώσεις και τις εκδηλώσεις του παλατιού. Στο παλάτι υπήρχαν μάλιστα και αυστηρές τελετουργίες αντίστοιχες με τις εκκλησιαστικές.

H κοσμική μουσική στην αυτοκρατορική αυλή στο Bυζάντιο είναι όπως και η εκκλησιαστική συνδεδεμένη με αυστηρές τελετουργίες. Δεν έχει διασωθεί η ίδια αλλά περιγραφές τις όπως π.χ. στο Βιβλίο των Τελετουργειών του Κων/νου Ζ' του Πορφυρογέννητου (905-59). Μουσικά πρέπει να ήταν παρόμοια με την εκκλησιαστική μουσική επειδή χρησιμοποιείται το ίδιο σύστημα ήχων, οι ίδιοι ρυθμοί και οι ίδιοι τρόποι απόδοσης. Γνωρίζουμε ότι υπήρχαν αντιφωνικές χορωδίες, τραγούδια με οργανική συνοδεία αλλά και το εκκλησιαστικό όργανο ως καθαρά κοσμικό όργανο (στην εκκλησιαστική μουσική απαγορεύονται τα όργανα μέχρι και σήμερα), το οποίο και μεταφέρθηκε στη Δύση ως δώρο στον Αυτοκράτορα Πιπίνο το 757μ.Χ.

Μουσικά Όργανα

Τα όργανα την εποχή του Βυζαντίου ήταν παρόμοια με τα όργανα των αρχαίων χρόνων,
έπαιζαν και άντρες και γυναίκες που λέγονταν παιγνιώτες. Υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη μουσικών συνόλων και συναντιόνται και τα δύο στη μουσική του παλατιού: σύνολο πνευστών-κρουστών (μπάντα) και σύνολο εγχόρδων. Τα όργανα που αναφέρονται στις μπάντες του παλατιού ήταν σάλπιγγες, κέρατα (βούκινα), αυλοί (πιο κοντά στο ζουρνά), φλογέρες (σύριγγες ή σουραύλια), σείστρα ή κρόταλα, κύμβαλα και τύμπανα. Τα όργανα που συναντούσαμε σε σύνολα εγχόρδων ήταν Βυζαντινά λαούτα (πανδουρίς), ψαλτήριο (κανονάκι), άρπα, λύρα (λεγόταν και κιθάρα), τέσσερα μεγέθη ταμπουρά, τρίχορδη ταμπούρα, ο Καππαδοκικός κεμεντζές (ποντιακή λύρα), η αχλαδόσχημη λύρα και βυζαντινά βιολιά. Ακόμα χρησιμοποιούνταν το όργανο που αντικατέστησε την αρχαία ύδραυλι. Το όργανο αυτό το έκανε δώρο τον 8ο αι. ο Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος στον Πιπίνο και Καρλομάγνο και έτσι διαδόθηκε στη δύση ως εκκλησιαστικό όργανο. Στα μοναστήρια χρησιμοποιούσαν κουδούνια και σήμαντρα.

Μονοφωνία ή ετεροφωνία

Τα μουσικά παραδείγματα που έχουν διασωθεί είναι μονοφωνικά, αλλά η ετεροφωνία (συνοδεία μιας μελωδίας με παραλλαγές της και στολίδια) ήταν γνωστή στο Βυζάντιο και χρησιμοποιούνταν. Επίσης χρησιμοποιούσαν τα ισοκρατήματα, όπως και στην εκκλησιαστική μουσική.

Είδη μουσικής

Υπήρχαν πολυχρόνια για τους πατριάρχες και αυτοκράτορες.

Μουσική στα συμπόσια όπου έπαιζαν πνευστά ή έγχορδα όργανα. Τα συμπόσια ήταν γιορτές παρόμοιες όπως στην αρχαιότητα. Υπήρχαν και πολλές γυναίκες μουσικοί.

Τερετίσματα (συλλαβές που άρχιζαν από ρο ή ταυ και ακολουθούσε φωνήεν). Κάθε φράση από τερερίσματα λεγόταν κράτημα και σήμερα τα ακούμε συχνά στην εκκλησία. Παρόμοιες μελωδίες υπήρχαν σε άλλες περιστάσεις έξω από την εκκλησία.

Δημοτικά τραγούδια, όπως για παράδειγμα τα ακριτικά που θεωρούνται τα παλαιότερα από τα γνωστά δημοτικά τραγούδια. Είχαν πολιτικά θέματα και ήρωες τους ακρίτες που ήταν οι φύλακες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Χορευτική μουσική για χορούς, παντομίμες, θεατρικές παραστάσεις, κ.λ.π.
Δεν γνωρίζουμε συνθέτες κοσμικής μουσικής αυτής της περιόδου. Από μεταγενέστερα χρόνια γνωρίζουμε ότι ο Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Ξένος Κορονές και ο Ιωάννης Γλυκής έγραψαν και κοσμική μουσική. Προς το τέλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας η κοσμική μουσική έγινε πιο αποδεκτή από την εκκλησία.

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Ακμή της βυζαντινής περιόδου


Ακμή της βυζαντινής περιόδου
Ήταν, στην πραγματικότητα, ο μοναστικός πληθυσμός που παρήγαγε τους πρώτους και εξαιρετικότερους υμνογράφους και μουσικούς — Ρωμανός ο Μελωδός, Ιωάννης Δαμασκηνός, Ανδρέας ο Κρης, και Θεόδωρος Στουδίτης. Και ήταν ο μοναστικός πληθυσμός που παρήγαγε επίσης τους εφευρέτες μιας περίπλοκης μουσικής σημειογραφίας που επέτρεψε στους γραφείς να συντηρήσουν σε χειρόγραφους κώδικες, τις μουσικές πρακτικές της μεσαιωνικής Ανατολής. Υπήρξε, φυσικά, κάποια πρώιμη μοναστική αντίθεση στη μουσική. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μοναχοί απέρριπταν το μέλος. Η απόρριψή τους ενέκειτο στην κοσμική μουσική, στη μουσική επίδειξη και τα εξωεκκλησιαστικά ασματικά μέλη και επωδούς.


Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κρατώντας ειλητάριο με ύμνο προς τη Θεοτόκο (Μιχαήλ Αναγνώστου 1734 Βυζαντινό Μουσείο ΧίουΜιλώντας γενικά, εντούτοις, υπάρχει μια ευδιάκριτη αδιαφορία για την εκκλησιαστική μουσική στη βυζαντινή λογοτεχνία πριν το 10ο αιώνα. Υπήρχαν ελάχιστοι που παρατηρούσαν και κατέγραφαν αυτό το θέμα. Εκείνη τη περίοδο κανένας δεν πήγαινε στην εκκλησία με το σκεπτικό να ακούσει μια καλή χορωδία ή τις πρόσφατες μουσικές διασκευές ύμνων και ψαλμών. Ο πιστός γνώριζε ότι ο ίδιος θα περιλαμβανόταν σε κάποιο είδος μουσικής δραστηριότητας — ένα είδος σχετικά απλό και ως προς την εκμάθηση, εύκολο να ακολουθηθεί και να κατευθυνθεί. Δεν υπήρξε καμία προσπάθεια να συμβληθεί η μουσική με κάποια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ή θεατρικότητα.

Δύο έννοιες πρέπει να γίνουν κατανοητές για να εκτιμήσουμε πλήρως τη λειτουργία της μουσικής στη βυζαντινή λατρεία. Ο πρώτος, που διατήρησε τη βάση στην ελληνική θεολογική και μυστική σκέψη μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας, ήταν η πίστη στην αγγελική μετάδοση του ιερού άσματος: η υπόθεση ότι η εκκλησία ένωσε τους ανθρώπους σε κοινή προσευχή με τα αγγελικά τάγματα. Αυτή η αντίληψη είναι βέβαια παλαιότερη από την αφήγηση της Αποκάλυψης (Αποκ. 4.8-11), για το υμνητικό λειτούργημα των αγγέλων όπως συλλαμβάνεται στην Παλαιά Διαθήκη και τονίστηκε έντονα από τον Ησαΐα (6.14) και τον Ιεζεκιήλ (3.12). Σημαντικότερο είναι το γεγονός, που περιγράφεται στην Έξοδο 25, ότι το πρότυπο για την επίγεια λατρεία του Ισραήλ προήλθε από τον ουρανό. Η νύξη διαιωνίζεται στις γραφές των πρώτων Πατέρων, όπως ο Κλήμης Ρώμης, Ιουστίνος, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Αθηναγόρας και Ψευδο-Διονύσιος. Αναγνωρίζεται αργότερα στις λειτουργικές πραγματείες του Νικολάου Καβάσιλα και του Συμεών Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (Patrologia Graeca, CL, 368-492 και CLV, 536-699, αντίστοιχα).


Η επίδραση που αυτή η έννοια είχε στην εκκλησιαστική μουσική ήταν τριπλή: κατ' αρχάς, αναπαρήγαγε μια ιδιαίτερα συντηρητική στάση απέναντι στη μουσική σύνθεση αφετέρου, σταθεροποίησε τη μελωδική παράδοση ορισμένων ύμνων και τρίτον, συνέχισε, για κάποιο διάστημα, την ανωνυμία του συνθέτη. Γιατί εάν ένα άσμα είναι θεϊκής προέλευσης, κατόπιν η αναγνώριση που λαμβάνει ο «μεταφορέας» μελλοντικά οφείλει να είναι ελάχιστη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εξετάζουμε τους ύμνους που φέρονταν να ψάλησαν για πρώτη φορά από αγγελικές χορωδίες - όπως το Αμήν, Αλληλούια, το Τρισάγιον και η Δοξολογία. Συνεπώς, μέχρι τους χρόνους των Παλαιολόγων, ήταν ασύλληπτο για έναν συνθέτη να τοποθετήσει το όνομά του κάτω από ένα χειρόγραφο μουσικό κείμενο.

Οι ιδέες της πρωτοτυπίας και της ελεύθερης σύνθεσης παρόμοιες με εκείνες που εμφανίστηκαν στην πιο πρόσφατη μουσική πιθανώς δεν υπήρξαν ποτέ στους πρώιμους βυζαντινούς χρόνους. Η ίδια η έννοια της χρησιμοποίησης παραδοσιακών μεθόδων (ή μελωδικών τύπων) ως συνθετική τεχνική παρουσιάζει αρχαΐζουσα αντίληψη στο λειτουργικό άσμα, και είναι μερικώς αντίθετη της ελεύθερης, αυθεντικής δημιουργίας. Μοιάζει καταφανές ότι τα άσματα του βυζαντινού ρεπερτορίου που βρίσκεται στα μουσικά χειρόγραφα από το δέκατο αιώνα μέχρι την εποχή της τέταρτης σταυροφορίας (1204 - 1261), αντιπροσωπεύουν το τελικό και μόνο επιζών στάδιο μίας εξέλιξης, οι αρχές της οποίας επιστρέφουν τουλάχιστον στον έκτο αιώνα και ενδεχομένως ακόμη και στο άσμα της Συναγωγής. Ποιες ακριβώς αλλαγές πραγματοποιήθηκαν στη μουσική κατά τη διάρκεια του διαμορφωτικού σταδίου είναι δύσκολο να ειπωθούν αλλά ορισμένα άσματα χρησιμοποιούμενα ακόμη και σήμερα ίσως να ρίχνουν φως στο θέμα. Αυτά περιλαμβάνουν τύπους απαγγελίας, μελωδικούς τύπους, και τις τυποποιημένες φράσεις που είναι εμφανείς στη λαϊκή μουσική και την παραδοσιακή μουσική διαφόρων πολιτισμών της ανατολής, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής των Εβραίων.


Η δεύτερη, λιγότερο ισχυρή, αντίληψη ήταν αυτή της "κοινωνίας". Ο λόγος που φάνηκε πιο ευάλωτη ήταν ότι, μετά τον τέταρτο αιώνα, όταν αναλύθηκε και εισήχθη σε ένα θεολογικό σύστημα, ο δεσμός και η "ενότητα" του ιερατείου και των πιστών στη θεία λατρεία έγινε λιγότερο ισχυρός. Είναι, εντούτοις, μια από τις βασικές ιδέες κατανόησης διαφόρων δεδομένων για τα οποία έχουμε θεσπίσει σήμερα διαφορετικά ονόματα. Όσον αφορά τη μουσική απόδοση, η έννοια της "κοινωνίας" μπορεί να εφαρμοστεί στην αρχική χρήση της λέξης "χορός". Αναφέρονταν, όχι σε μια χωριστή ομάδα μέσα στην κοινότητα που επιφορτίστηκε με την ευθύνη της μουσικής, αλλά στην κοινότητα συνολικά.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της τελετής της Θείας Λειτουργίας ήταν η ενεργός δράση των πιστών στην απόδοσή, ιδιαίτερα στην απαγγελία των ύμνων, των αποκρίσεων και των ψαλμών. Οι όροι χορός, κοινωνία, Εκκλησία χρησιμοποιούνταν ως ταυτόσημοι στην πρώιμη βυζαντινή Εκκλησία. Στους ψαλμούς 149 και 150, οι Εβδομήκοντα μετέφρασαν την εβραϊκή λέξη machol στα ελληνικά ως χορός. Κατά συνέπεια, η πρώιμη εκκλησία δανείστηκε αυτήν την λέξη από την κλασσική αρχαιότητα ως προσδιορισμό για την κοινότητα, τη λατρεία και τον αίνο στον ουρανό και τη γη. Σε λίγο, εντούτοις, μια κληρικαλιστική τάση άρχισε να φανερώνεται στη γλωσσική πρακτική, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Λαοδικείας, της οποίας ο δέκατος πέμπτος κανόνας επέτρεπε μόνο στους κανονικούς ψάλτες να συμμετέχουν σε χορωδίες εκκλησιών. Η λέξη "χορός" πλέον αναφέρονταν στην ειδική τάξη του κατώτερου κλήρου που έψαλλε στους ναούς- ακριβώς όπως, μιλώντας αρχιτεκτονικά, η χορωδία έγινε μια ιδιαίτερη περιοχή κοντά στο Ιερό - και ο χορός έγινε τελικά αντίστοιχος με τη λέξη κλήρος.

Η ανάπτυξη υμνογραφικών μορφών μεγάλης κλίμακας αρχίζει τον πέμπτο αιώνα με την άνοδο του Κοντακίου, ενός εκτενούς και περίτεχνου μετρικού κηρύγματος, προερχόμενου κατά πάσα πιθανότητα από την περιοχή της Συρίας, το οποίο βρίσκει το αποκορύφωμά του στο έργο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού(έκτος αιώνας). Αυτό το ποιητικό κήρυγμα, που παραφράζει συνήθως κάποια βιβλική αφήγηση, περιλαμβάνει περίπου 20 έως 30 στροφές και ψάλεται κατά τη διάρκεια του Όρθρου σε απλό και άμεσο συλλαβικό ύφος (μία νότα ανά συλλαβή). Οι προγενέστερες μουσικές εκδοχές, εντούτοις, είναι "μελισματικές" (δηλαδή πολλές νότες ανά συλλαβή του κειμένου), και ανήκουν στην περίοδο του ένατου αιώνα και μεταγενέστερα όταν μειώθηκαν τα κοντάκια στο προοίμιο και τον πρώτο οίκο. Στο δεύτερο μισό του έβδομου αιώνα, το κοντάκιο αντικαταστάθηκε από έναν νέο τύπο ύμνου, τον Κανόνα, που εγκαινιάστηκε από τον Άγιο Ανδρέα Κρήτης(660 – 740 περίπου) και αναπτύχθηκε από τους Αγίους Ιωάννη Δαμασκηνό και Κοσμά Ιεροσολυμίτη(και οι δύο τον όγδοο αιώνα).

Ουσιαστικά, ο Κανόνας είναι ένας σύνθετος ύμνος που περιλαμβάνει εννέα ωδές, οι οποίες αρχικά αντιστοιχούσαν στις εννέα βιβλικές ωδές και συνδέονταν με αυτές δια μέσου της παράλληλης ποιητικής αναφοράς ή του Γραφικού εδαφίου.

Διότι, ὅπως εἶναί τις ἱκανὸς να αἰσθανθὴ καὶ ἐκτιμήσῃ πρᾶγμα τόσον ἁβρόν, ὅσον ἡ Βυζαντινὴ μουσική, πρέπει να ἔχῃ ἢ ἁπλότητα ἢ λεπτότητα. Ἀλλ’ ἡ παρ’ ἡμῖν ψευδοαριστοκρατία τὴν μὲν ἁπλότητα, δυστυχῶς, ἀπώλεσε πρὸ πολλοῦ, εἰς βαθμὸν δέ τινα λεπτότητος οὐδέποτε κατώρθωσε να φθάσῃ. Ἄλλως, ἡ Βυζαντινὴ μουσικὴ εἶναι τόσον Ἑλληνικὴ ὅσον πρέπει να εἶναι. Οὔτε ἡμεῖς τὴν θέλομεν, οὔτε τὴν φανταζόμεθα, ὣς αὐτὴν τὴν μουσικὴν τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Ἀλλ’ εἶναι ἡ μόνη γνησία καὶ ἡ μόνη ὑπάρχουσα. Καὶ δι’ ἡμᾶς, ἐὰν δεν εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἑλλήνων, εἶναι ἡ μουσικὴ τῶν Ἀγγέλων.
—Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Οι εννέα ωδές είναι:

1-2 Οι δύο ύμνοι του Μωυσέως (Έξοδος 15.1-19 και Δευτερονόμιο 32.1-43);
3-7 Οι προσευχές της Άννας, του Αβακούμ του Ησαΐου, του Ιωνά και των Τριών Παίδων (Α’ Βασσιλειών 2.1-10, Αβακούμ 3.1-19, Ησαΐας 26.9-20, Ιωνάς 2.3-10, Δανιήλ 3.26-56)
8. Ο ύμνος των Τριών Παίδων (Δανιήλ 3.57-88)
9. Ο ύμνος της Θεοτόκου και η ωδή του Ζαχαρίου (Λουκάς 1.46-55 και 68-79).
Οι Κανόνες έχουν έναν ειρμό, μια στροφή πρότυπο για κάθε ωδή, ακολουθούμενο από τρία, τέσσερα ή περισσότερο τροπάρια που είναι οι ακριβείς μετρικές αναπαραγωγές του ειρμού, με αυτόν τον τρόπο εφαρμόζεται το ίδιο μέλος σε όλα τα τροπάρια εξίσου καλά. Οι εννέα ειρμοί, ωστόσο, είναι μετρικά ανόμοιοι, συνεπώς, ένας ολόκληρος Κανόνας περιλαμβάνει εννέα ανεξάρτητες μελωδίες (συνηθέστερα όμως οκτώ, καθώς η δεύτερη ωδή ψάλλεται μόνον κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, λόγω του αυστηρά προτρεπτικού σε μετάνοια ύφους της), οι οποίες ενώνονται μουσικά με τον ίδιο τρόπο και νοηματικά από τις αναφορές στο γενικό θέμα της λειτουργικής περίπτωσης, και μερικές φορές από την ακροστιχίδα. Οι ειρμοί με συλλαβικό ύφος συγκεντρώθηκαν στο Ειρμολόγιο, έναν ογκώδη τόμο που εμφανίστηκε αρχικά στο μέσο του δέκατου αιώνα και περιέχει πέραν των χιλίων πρότυπων τροπαρίων ταξινομημένων κατά την Οκτώηχο.

Ένα άλλο είδος ύμνου, σημαντικό και για το σύνολό του και για την ποικιλία της λειτουργικής χρήσης του, είναι το Στιχηρό. Τα εορταστικά στιχηρά, που συνοδεύουν και τους πάγιους ψαλμούς στην αρχή και στο τέλος του Εσπερινού και των Αίνων του Όρθρου, υφίστανται για όλες τις εορτάσιμες ημέρες του έτους, τις Κυριακές και τις καθημερινές, ταξινομημένα ώστε να καλύπτουν έναν επαναλαμβανόμενο κύκλο οκτώ εβδομάδων με βάση τους Ήχους αρχίζοντας από την ημέρα του Πάσχα. Οι μελωδίες τους που βρίσκονται στο Στιχηράριον, είναι αρκετά πιό επιμελημένες και ποικίλες απ' ότι στην παράδοση του Ειρμολογίου.

Αγνή Παρθένε Δέσποινα


Ήχος πλ.α΄
1. Αγνή Παρθένε Δέσποινα
Άχραντε Θεοτόκε
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Παρθένε Μήτηρ Άνασσα
Πανένδροσε τε πόκε
Χαίρε Νυμφή Ανύμφευτε

2. Υψηλοτέρα ουρανών
ακτίνων λαμπροτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Χαρά Παρθενικών Χορών
αγγέλων υπερτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

3. Εκλαμπροτέρα ουρανών
φωτός καθαρωτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
των ουρανίων στρατιών πασών αγιωτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

(από Ωδή ε΄)

4. Μαρία Αειπάρθενε
Κόσμου παντός Κυρία
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Άχραντε Νύμφη πάναγνε
Δέσποινα Παναγία
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

5. Μαρία Νύμφη Άνασσα
χαράς ημών αιτία
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Κόρη σεμνή Βασίλισσα
Μήτηρ υπεραγία
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

6. Τιμιώτερα Χερουβείμ
υπερενδοξοτέρα.
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
των ασωμάτων Σεραφείμ
των θρόνων υπερτέρα
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

(από Ωδή δ')

7. Χαίρε το άσμα Χερουβείμ
χαίρε ύμνος Αγγέλων
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Χαίρε ωδή των Σεραφείμ
χαρά των Αρχαγγέλων
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

8. Χαίρε ειρήνη και χαρά
λιμήν της σωτηρίας
Χαίρε Νυμφή Ανύμφευτε
Παστάς του Λόγου ιερά
άνθος της αφθαρσίας
Χαίρε Νυμφή Ανύμφευτε

9. Χαίρε Παράδεισε τρυφής
ζωής τε αιωνίας
Χαίρε Νυμφή Ανύμφευτε
Χαίρε το ξύλον της ζωής
Πηγή αθανασίας
Χαίρε Νυμφή Ανύμφευτε

(Από Ωδή ε')

10. Σε ικετεύω Δέσποινα
Σε νυν επικαλούμαι
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Σε δυσωπώ,Παντάνασσα
Σην χάριν εξαιτούμαι
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

(Από Ωδή β΄)

11. Κορή σεμνή και άσπιλε
Δέσποινα Παναγία
Χαίρε Νυμφή Ανύμφευτε
Θερμώς επικαλούμαι Σε
Ναέ ηγιασμένε
Χαίρε Νυμφή Ανύμφευτε

(Από Ωδή ε΄)

12 Αντιλαβού μου, ρύσαι με
από τού πολεμίου
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε
Και κληρονόμον δείξον με
ζωής της αιωνίου
Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε

Octoechos


Octoechos (also Octoichos; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ "eight" + ἦχος "sound, mode") is the fundamental structure for classifying and describing modes (echoi) in Byzantine music.

Musical Modes
Origins and early theory
According to tradition, the theory and practice of echoi were codified into a system comprising eight modes, which is called the Octoechos - meaning literally "(the system of) eight echoi". These eight echoi are the four kyrioi (authentes) echoi and the four plagal echoi. However, even the earliest theoretical treatises point out that there are two more modes which do not fit into this system: nenano and nana. This early and very simple account of the modal system bears parallels to those of early Arabic music theorists of the 9th century or earlier. Musicological research from the 1960s onwards[weasel words] has stipulated that the Octoechos is based on music theory of the Jewish chant and that this itself has inherited the eight-modes concept of Babylonian origins. The simplicity of a system with eight modes (plus two ancillary modes) may be a main reason for its persistence throughout Western and Eastern medieval music theory and up to these days in Byzantine chant. There is no genuine precedent in Hellenistic theory for a system of eight modal categories,[1] but the success of the Western synthesis of this system with that of the De musica of Boethius created the false impression that the Byzantine system of the oktōēchos was inherited directly from ancient Greece.

The question of general (interval-structures of the scales)
The development of musical theoretical concepts and their associated notational signs (neumes) in Byzantine music strongly suggests that nenano and nana stood conjointly for degrees that deviate from the 7 diatonic degrees of the scale and for modes that are associated with these degrees. This raises the question whether music in the near eastern Middle Ages was entirely diatonic. Some 19th century and early 20th century musicologists claimed that Arab music as well as Western medieval chant and Byzantine music were essentially diatonic and went so far as to challenge the capability of humans to distinguish and to sing microtonal inflections with any accuracy (but see also microtone). However outmoded this view may seem now, it is closely reminiscent of arguments amongst music theorists that started as early as late classical antiquity. Major Hellenistic theorists such as Ptolemy and others stated that the enharmonic genus was extinct since early classical times, while the chromatic genus was only rarely mastered, and on its way to extinction.[citation needed] Also, early Arab theorists such Ibn al Munajjim and Ishak al Mawsili base their systems on the diatonic pythagorean scale. The struggle to accommodate microtonal inflections and non-diatonic scales in the modal system is an ongoing topic in near-eastern theory.[citation needed] The mathematical, theoretical and notational tools developed are often confusing and not easy to grasp. Thus on the whole one may say that the subject of non-diatonic scales and microtonal inflections is as difficult to formalize theoretically and to master in practice as it is attractive.

Extent of the system in practice, other systematization attempts
The system of echoi is far more diverse and developed than a cursory look at the basics of the theory suggests. In practice, the system of echoi is complex and its details are encoded in the notation and in the nomenclature of derived echoi or of echoi variants. An interesting attempt at capturing the full extent of the modal system with a quasi-systematic nomenclature was published by Simon Karas in his multi volume work on the theory and practice of Greek music. Other valuable sources of information are treatises comparing the echoi with their corresponding Ottoman (Turkish) makamlar (see makam). Such are the works by Kiltzanidis (published in the late 19th century) and Kyrillos Marmarinos (his own original manuscript dated AD 1747, stored in the archives of the Historical and Ethnological Society of Greece, Athens).

Indications of other systems and traditions in classical manuscripts
The diversity of modes and the inadequacy of the Octoechos as underlying model for their classification was explicitly acknowledged in important manuscripts of mature Byzantine music theory such as the Hagiopolites. The Hagiopolites points out that in fact there is a multitude of echoi beyond those of the Octoechos and calls these more numerous and combinatorially complex echoi the modes of the "Asma" (literally: Song). This clearly suggests a distinction of two repertories and/or traditions. While there exist as yet no definitive conclusions as to the nature of these traditions, their names do suggest a possible distinction between repertories of Jewish-religious origin and hellenistic (pagan or mixed multicultural) origin. Music theoretical manuscripts emphasize that the origin of the Hagiopolites ("Hagia Polis" = "Sacred City") is the sacred city (of Jerusalem?), or the City of Saints, which suggests the religious origins of the system of echoi represented in the Octoechos. On the other hand we have no clear indications about the nature of the tradition of the "Asma", whether it was of distinctly "secular" origin or whether it denotes some type of syncretic and enriched musical tradition that developed within the practice of ecclesiastical chant in the Mediterranean basin.


The Byzantine Modes (or Tones) as currently used in the hymns of the Greek Orthodox Church and other churches that use Byzantine Chant are analogous to the church modes found in Gregorian chant. However, whereas in Gregorian chant a mode refers to a set of notes on a scale, Byzantine Tones are more of a system or organization of notes that have defining characteristics, including a set of notes or scales, rhythm, tempo, base note (ison), melodic pattern (prosomion), accents and cadences (melodic endings). The eight Byzantine Tones are:

First Tone
Second Tone
Third Tone
Fourth Tone
Plagal First Tone (Tone Five[5])
Plagal Second Tone (Tone Six)
Grave Tone (or Barys) (Tone Seven)
Plagal Fourth Tone (Tone Eight)
Hymns are typically divided into three gernes according to their context.

Papadic hymns are based on pre-christianic (that is old testament) text
Sticheraric hymns have "idion melos" (that is their own music) and are typically preceded by a psalm verse, "stichos"
Heirmologic hymns are based on musical patterns, "heirmoi","automela" or "prologi"
This classification reflects into the structure of the hymn's melody. Hymns of the same tone belonging to different gernes are structured musically in a different way. This holds true for hymns belonging to every tone (with the possible exception of the third tone) but for some tones like the fourth or the grave tone it is apparent. There is a popular misconception that the division into gernes is based on the complexity of the melody versus the text. According to this misconception heirmologic hymns have one note per syllable, sticheraric two or more notes per syllable and papadic many notes per syllable. However one can encounter hymns of the three gernes with exactly the same notes per syllable ratio. For example "syntomoi polyeleoi" or "doxologiai", "syntoma stichera" and "katavasiai" have all typically two notes per syllable, the first two being papadic hymns (based on psalmic text), the third sticheraric and the fourth heirmologic. That being said, typically the heirmologic hymns are faster than the sticheraric and the sticheraric faster than the papadic.

There are typically two main notes that define each of the Byzantine Tones. The base note or ison is the final note on which the hymn ends. The ison is typically droned against the melody. Any other notes different than the ison that occur more often than others during the course of a hymn are called dominant notes and also help define the Tone. The plagal (oblique) tones mentioned above employ the same scales as their counterparts, however their base notes (ison) are a fifth below that of their counterparts.
Scales
Byzantine music does not distinguish between major and minor scales. In fact, some Byzantine scales cannot even be played on a conventionally tuned piano. Byzantine scales have precise tunings that have some intervals smaller than the Western half-step. These are called microtones. Whereas Western music has two scales (major and minor), Byzantine music has four scales:

The diatonic scale begins and ends on C, with the exception that the E and the B are slightly flatter, micro-tonally, than in 12-equal temperament. Furthermore if the melody of a hymn in the diatonic scale is ascending, the B is natural and flatted (micro-tonally) when descending. The diatonic scale is the most common scale for the First, First Plagal, Fourth and Fourth Plagal Tones. To western ears, the diatonic scale sounds similar to the Western natural minor scale or the Aeolian mode.
The enharmonic scale is tuned exactly like the Western major scale with the main note (ison) on F. The enharmonic scale is the only Byzantine scale that can be played accurately on the 12-equally tuned piano or other keyboard instrument. The Third and Grave Tones are enharmonic except for a diatonic, papadic variant of the Grave Tone.
The hard chromatic scale is usually based on D of the lower tetrachord with the second step slightly flatter and the third step slightly sharper (micro-tonally) than the flat and sharps of Western music. The longer rhythmic styles of the Second Plagal and some Second Tones use the hard chromatic scale.
The soft chromatic scale also uses the lower tetrachord but is based on C instead of D. There is some controversy about how much to “flat” the second note (D-flat) of the lower tetrachord as compared to the second note (A-flat) of the upper tetrachord of the soft chromatic scale. Traditionally, the D is flatted more than the A. Currently, however, the argument is that both should be flatted the same making both the upper and lower tetrachords equal, thus identical to the hard chromatic scale. The Second, Fourth and Second Plagal Tones all use the soft chromatic scale.

Byzantine music




Byzantine music (Greek: Βυζαντινή Μουσική) is the music of the Byzantine Empire composed to Greek texts as ceremonial, festival, or church music. Greek and foreign historians agree that the ecclesiastical tones and in general the whole system of Byzantine music is closely related to the ancient Greek system. It remains the oldest genre of extant music, of which the manner of performance and (with increasing accuracy from the 5th century onwards) the names of the composers, and sometimes the particulars of each musical work's circumstances, are known.

Extent of Byzantine music culture vs. liturgical chant proper
The term Byzantine music is commonly associated with the medieval sacred chant of Christian Churches following the Constantinopolitan Rite. The identification of "Byzantine music" with "Eastern Christian liturgical chant" is a misconception due to historical cultural reasons. Its main cause is the leading role of the Church as bearer of learning and official culture in the Eastern Roman Empire (Byzantium), a phenomenon that was not always that extreme but that was exacerbated towards the end of the empire's reign (14th century onwards) as great secular scholars migrated away from a declining Constantinople to rising western cities, bringing with them much of the learning that would spur the development of the European Renaissance. The shrinking of Greek-speaking official culture around a church nucleus was even more accentuated by political force when the official culture of the court changed after the capture of Constantinople by the Ottoman Empire on May 29, 1453.

Today, few sources and studies exist about Byzantine music on the whole. A Persian geographer of the 9th century (Ibn Khordadbeh), mentioned in his lexicographical discussion of music instruments that Byzantines typically used urghun (organ), shilyani (probably a type of harp or lyre), salandj and the bowed lyra (Greek: λύρα - lūrā) (lyre), an instrument similar to the Arabic Rabab. Byzantine music included a rich tradition of instrumental court music and dance, as would be expected considering the historically and archaeologically documented opulence of the Eastern Roman Empire. There survive but a few explicit accounts of secular music. A characteristic example are the accounts of pneumatic organs, whose construction was most advanced in the eastern empire prior to their development in the west after the Renaissance. To a certain degree we may look for remnants of Byzantine or early (Greek-speaking, Orthodox Christian) near eastern music in the music of the Ottoman Court. Examples such as that of the eminent composer and theorist Prince Cantemir of Romania learning music from the Greek musician Angelos indicate the continuing participation of Greek-speaking people in court culture. However, the sources are too scarce to permit any well-founded stipulations about what cultural musical changes took place when and under which influences during the long histories of the Byzantine and the Ottoman empires. Hypotheses that Turkish (Ottoman) music was influenced by Byzantine music, or the other way around, remain highly speculative.[citation needed] It seems more logical to consider that these influences were probably more manifold, considering the breadth and length of duration of these empires and the great number of ethnicities and major or minor cultures that they encompassed or came in touch with at each stage of their development. The rest of this article confines itself to a discussion of the musical tradition of Greek Orthodox liturgical chant, and is reproduced from Dr. Conomos' text as cited at the end of the article.

Ήχοι


Η Βυζαντινή Μουσική αποτελεί το ωραιότερον ένδυμα της υμνολογίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το πλέον σεμνοπρεπές και θεάρεστον.
—Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος

Η Βυζαντινή Μουσική ακολουθεί παραλλαγμένη σε κάποια σημεία την Πυθαγορική Οκτάχορδο. Οι οκτώ ήχοι ή τρόποι της είναι : Πρώτος, Δεύτερος, Τρίτος, Τέταρτος, Πλάγιος του Πρώτου, Πλάγιος του Δευτέρου, Βαρύς και Πλάγιος του Τετάρτου. Οι ήχοι Πρώτος, Τέταρτος, Πλάγιος του Πρώτου και Πλάγιος του Τετάρτου ανήκουν στο Διατονικό γένος. Οι ήχοι Δεύτερος και Πλάγιος του Δευτέρου ανήκουν στο Χρωματικό γένος και οι ήχοι Τρίτος και Βαρύς στο Εναρμόνιο.

Διαφορές με την δυτική (ευρωπαϊκή) μουσική
Η βυζαντινή μουσική, σαν άκουσμα ξεχωρίζει από την ευρωπαϊκή πρωτίστως γιατί δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε ώστε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του λόγου, επενδύοντας τον με μουσική, ώστε να γίνει πιο ευχάριστος. Αντιθέτως στην ευρωπαϊκή μουσική κυριαρχεί η μουσική, που επενδύεται με λόγο. Δευτερευόντως λόγω των κλιμάκων των Ελλήνων και των άλλων τοπικών πολιτισμικών διαφορών.
Κάποιες από τις διαφορές είναι οι εξής:


1)Το μέτρο της μουσικής μεταβάλλεται πολύ συχνά για να εξυπηρετήσει το ποιητικό κείμενο ώστε αυτό να τονιστεί σωστά. Δίνεται προσοχή ακόμα και στον διαφορετικό τονισμό της οξείας και της περισπωμένης! Το τελευταίο γίνεται πολύ αντιληπτό στα παλαιά μαθήματα.


2)Οι κλίμακες της βυζαντινής μουσικής αντιπαραβαλλόμενες με τους "τρόπους" της ευρωπαϊκής, δεν συμπίπτουν ακριβώς. Δηλαδή ενώ τα διαστήματα Ντο-Ρε και Νη-Πα (διατονικό γένος) είναι ίδια, το Πα-Βου είναι κατά τι μικρότερο από το Ρε-Μι ή αλλιώς οι Ντο, Ρε, Φα, Σολ, Λα συμπίπτουν με τις Νη, Πα, Γα, Δη , Κε ενώ η Μι και Σι δεν συμπίπτουν με τους Βου και Ζω. Αυτά αναφέρονται σαν παράδειγμα γιατί και στο χρωματικό γένος υπάρχουν ανάλογες διαφορές. Το εναρμόνιο γένος συμπίπτει ακριβώς με την ευρωπαϊκή Φα μείζονα όταν εκτελείται επτάφωνο. Εξάλλου η βυζαντινή μουσική χωρίζει την (επτάφωνη)κλίμακα σε 72 τεμάχια (μόρια) και όχι σε 12 (ημιτόνια) όπως η ευρωπαϊκή, η οποία τρόπον τινά δέχεται την επιπλέον κατατομή, μιλώντας για χρωματικά και διατονικά ημιτόνια, δηλ. διαστήματα μικρότερα του ημιτονίου. Τα μόρια είναι ακουστικές διαφορές που γίνονται αντιληπτές με το μονόχορδο του Πυθαγόρα αλλά και με σύγχρονα ηλεκτρονικά όργανα, που έχουν κατασκευάσει λάτρες της βυζαντινής μουσικής (βλέπε διαπασών Γ. Κακουλίδη). Για τον λόγο αυτό η βυζαντινή μουσική δεν μπορεί να αποδοθεί από όργανα με σταθερές νότες (πλήκτρα ή τάστα), αλλά μόνο από αδιαβάθμητης κλίμακας όργανα (ταμπουρά ο οποίος έχει κινητά τάστα,βιολί, λύρα κλπ). Ετσι οι εφευρέτες βυζαντινοί δεν κράτησαν το εφεύρημα τους εκκλησιαστικό όργανο, αλλά το χάρισαν στους δυτικούς.


3) Η κλίμακα της βυζαντινής έχει την έννοια της φορητής σκάλας όπου τα σκαλιά έχουν διαφορετική σταθερή απόσταση μεταξύ τους (όπως στην ευρωπαϊκή μουσική), όσο ψηλά ή χαμηλά να τοποθετήσεις τη σκάλα. Δηλαδή ο ερμηνευτής δεν θεωρεί διαφορετική κλίμακα την Ντο μείζονα από τη Ρε ή την Ρε δίεση μείζονα. Απλώς εκφωνεί τους φθόγγους οξύτερα κατά ένα ή ενάμυσι τόνο.Λέγοντας π.χ. Πλάγιος τέταρτος εκ του Γα εκφωνεί Νη, Πα, Βου, Γα κλπ., όχι στην φυσική τους βάση, αλλά μια τετάρτη υψηλότερα (η φυσική βάση του πλ. δ΄ είναι ο Νη)


4) Ο τρόπος εκφοράς του στίχου είναι ιδιαίτερος, ακριβώς για να στηρίξει το ποιητικό κείμενο. Αναπνοές στην μέση της λέξης ή εντός ενιαίου νοήματος (π.χ. μεταξύ επιθέτου και ουσιαστικού)απαγορεύονται. Συνήθως οι αναπνοές είναι μόνο στα κόμματα και τελείες του κειμένου.


5) Ακριβώς για τον παραπάνω λόγο εκφέρεται η μουσική ως λεγκάτο και γκλισάντο και όχι στακάτο.


6) Η μουσική και οι κλίμακες μεταβάλλονται αναλόγως του νοήματος του ποιητικού κειμένου. Π.χ. Η λέξη ουρανός εκφέρεται με ψηλούς φθόγγους (νότες), η γη με χαμηλούς, η αμαρτία σε πλ.β΄ήχο κ.ο.κ.
7) Η έννοια της (ευρωπαϊκής) επτάφωνης κλίμακας (ή διαπασών) αποτελεί μέρος μόνο της βυζαντινής μουσικής, η οποία χρησιμοποιεί και πεντάφωνη (τροχός) και τετράφωνη. Δηλαδή η κλίμακα επαναλαμβάνεται μετά 5 ή 4 φθόγγους (νότες) και όχι μετά από 7. Π.χ. Πα, Βου, Γα, Δι, Πα΄, Βου΄, Γα΄, Δι΄, Πα΄΄, Βου΄΄... στον τροχό. Να σημειωθεί ότι η οξύτητα του Πα΄είναι του Κε της επτάφωνης και του Πα΄΄ περίπου στον Βου (λίγο οξύτερα αλλά όχι βου δίεση) της επτάφωνης, δηλαδή δεν αντιφωνούν (δεν έχουν ευρωπαϊκό διάστημα 8ης)ούτε οι (γραμματικά)ομόηχοι φθόγγοι (Πα, Πα΄, Πα΄΄), ούτε οι αντίστοιχοι με διάστημα επτά φθόγγους (στο παράδειγμα μας Πα - Δι΄)
8) Η βυζαντινή μουσική είναι κατά βάση μονοφωνική ή έστω ψευδοπολυφωνική. Υπάρχει η κύρια μουσική γραμμή και το ισοκράτημα, το οποίο σε ελάχιστες περιπτώσεις είναι διπλό (ψευδοτριφωνία). Το ισοκράτημα, όπως εξηγεί η ονομασία του, είναι η εκφορά ενός φθόγγου επί μακρόν (αρκετά μουσικά μέτρα) ο οποίος αλλάζει για λίγο σε κάποιον άλλο. Οι χρησιμοποιούμενοι φθόγγοι είναι κυρίως η βάση του ήχου, και δευτερευόντως οι δεσπόζοντες (αυτοί που στο άκουσμα επικρατούν) φθόγγοι.

Προέλευση και πρώιμη χριστιανική περίοδος


Η παράδοση του ανατολικού λειτουργικού άσματος, που καλύπτει τον ελληνόφωνο χώρο, αναπτύχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από την καθιέρωση ως πρωτεύουσας της Κωνσταντινούπολης, το 330 μέχρι την πτώση της το 1453. Είναι αναντίρρητα σύνθετης προέλευσης, προσεγγίζοντας στις καλλιτεχνικές και τεχνικές παραγωγές της κλασσικής αρχαιότητας, στην εβραϊκή μουσική και εμπνευσμένη από τη μονοφωνική μελωδία που άνθισε στις πρώιμες χριστιανικές κοινότητες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Εφέσου. O Πέρσης γεωγράφος Ibn Khurradadhbih του 9ου αιώνα, αναφερόμενος στην λεξικογραφική καταγωγή των μουσικών οργάνων της εποχής κατέγραψε τα παρακάτω τυπικά όργανα των Βυζαντινών: την lura (ένα μουσικό όργανο που παιζόταν με δοξάρι και ήταν όμοιο με το Αραβικό Ραμπάμπ (Rabab) και τις σημερινές λύρες με δοξάρι που παίζονται στις μετα-Βυζαντινές περιοχές), το εκκλησιαστικό όργανο (urghun), το shilyani (πιθανότατα ένα είδος άρπας) και το salandj (Margaret J. Kartomi, 1990).

Βλέπουμε ότι υπάρχει μια βασική σύνδεση μεταξύ της μουσικής της Συναγωγής και της πρώιμης χριστιανικής μουσικής. Σχέση μεταξύ των δύο παραδόσεων υφίσταται υπό μορφή ομοιοτήτων της Ψαλμωδίας και των Ύμνων. Εν συντομία, Ψαλμωδία είναι η μελωδική απόδοση των Ψαλμών του Δαβίδ από την εβραϊκή κοινότητα, η οποία μεταφέρθηκε στη χριστιανική μουσική παράδοση και διαμόρφωσε τον τρόπο που διάφορες μορφές βυζαντινών μουσικών κομματιών αποδίδονταν (οι χριστιανικές δοξολογίες είναι το καλύτερο παράδειγμα της συντήρησης της εβραϊκής ψαλμωδίας). Οι ύμνοι αφ' ετέρου, είναι παραφράσεις του βιβλικού κειμένου, οι οποίες γράφονται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν σε έναν παραδοσιακό τύπο άσματος. Αυτή η πρακτική βασίστηκε σταθερά στην εβραϊκή παράδοση και συναντάται στις εβραϊκές τελετές. Οι πρώιμες χριστιανικές προσπάθειες υμνογραφίας καταδικάστηκαν αμέσως επειδή δεν βασίστηκαν αποκλειστικά στις λέξεις της Γραφής.

Έτσι μπορούμε να δούμε ότι η μεταφορά της εβραϊκής παράδοσης ήταν πρώτιστα πρακτικής φύσης. Αυτό σημαίνει ότι η προέλευση αυτού που σήμερα καλείται βυζαντινή μουσική βασίστηκε στις καθιερωμένες πρακτικές των προσήλυτων Εβραίων οι οποίοι μιμήθηκαν τη λατρεία των συναγωγών από τις οποίες προέρχονταν: κράτησαν απλά τις πρακτικές που έμαθαν κατά τα έτη που είχαν αφιερώσει στην ψαλμωδία και τη λατρεία στις Συναγωγές τους και εφάρμοσαν αυτές τις πρακτικές στη νέα τους λατρεία, που ήταν για αυτούς, μια συνέχεια της θρησκείας τους.

Παραδοσιακά, ο Πυθαγόρας αναφέρεται ως θεμελιωτής του μουσικού είδους που μετέπειτα εξελίχτηκε στη βυζαντινή μουσική. Αυτό ισχύει μέχρι ένα σημείο. Εκεί που οι Εβραίοι συνέβαλαν με την παράδοση και την πρακτική ο Πυθαγόρας συνέβαλε με τη θεωρία. Ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τη μουσική με τα μαθηματικά και καινοτόμησε με τη μελέτη της ακουστικής. Ήταν επίσης ο πρώτος που δημιούργησε τους μουσικούς "ήχους" και απέδωσε τις αναλογίες τους με νότες. Αυτό δημιούργησε τις κλίμακες που είναι η βάση της Οκτωήχου του κέντρου δηλαδή της βυζαντινής μουσικής θεωρίας.

Οι αρχαιοελληνικοί μουσικοί ήχοι είναι απλά διαφορετικές ταξινομήσεις των φθόγγων των εναλλασσόμενων φωνητικών τόνων. Αυτές οι ταξινομήσεις δημιουργούν τις κλίμακες που συσχετίζονται η μία με την άλλη αλλά χαρακτηρίζονται από διαφορετικές διαθέσεις, όπως μία μείζων κλίμακα συγκρινόμενη με μια ελάσσονα στη δυτική μουσική. Κατά συνέπεια, οι ήχοι ταξινομήθηκαν με την απόδοση ονομάτων σύμφωνα με τη διάθεση που ομοίαζαν. Οι οκτώ ήχοι που περιέχονται στη βυζαντινή μουσική είναι χωρισμένοι σε τρία γένη διαθέσεων. Αυτό είναι άμεσος απότοκος τη αρχαίας ελληνικής πρακτικής, γιατί και στα συστήματα, ο αριθμός και τα ονόματα των γενών είναι τα ίδια.


Τα βυζαντινά ασματικά χειρόγραφα χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα, ενώ τα βιβλία Εκφωνητικής σημειογραφίας (ένα απλοϊκό γραφικό σύστημα με σκοπό να δείξει τον τρόπο ανάγνωσης των Γραφών) ξεκινούν έναν αιώνα νωρίτερα και εξακολουθούν να βρίσκονται σε χρήση έως το 12ο ή 13ο αιώνα. Η γνώση μας για την παλαιότερη περίοδο προέρχεται από τα "Τυπικά" (διατάξεις εκκλησιαστικών μυστηρίων και τελετών), τα έργα των εκκλησιαστικών Πατέρων και τις μεσαιωνικές διηγήσεις. Διεσπαρμένα δείγματα κειμένων ύμνων από τους πρώτους αιώνες του ελληνικού χριστιανισμού διατηρούνται μέχρι σήμερα. Μερικά από αυτά υιοθετούν τα μετρικά σχήματα της κλασσικής ελληνικής ποίησης αλλά η αλλαγή της προφοράς είχε καταστήσει εκείνα τα μέτρα κατά μεγάλο μέρος χωρίς έννοια, και, εκτός από τη λήψη ως πρότυπου των κλασσικών φορμών, οι βυζαντινοί ύμνοι των επόμενων αιώνων είναι πεζή ποίηση, στίχοι δίχως ρίμα και τονικό πρότυπο.

Ο κοινός όρος για έναν σύντομο ύμνο μιας στροφής, ή μιας σειράς στροφών, είναι Τροπάριο (αυτό μπορεί να φέρει την περαιτέρω συνεκδοχή ενός ύμνου που παρεμβάλλεται μεταξύ στίχων του ψαλτηρίου). Ένα γνωστό παράδειγμα, του οποίου η ύπαρξη βεβαιώνεται από τον 4ο αιώνα, είναι ο εσπερινός ύμνος, "Φως Ιλαρόν", ή ακόμα ο, αποδιδόμενος στον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ (527 - 565),ύμνος "Ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού", που ακούγεται σήμερα στην εισαγωγή της Θείας Λειτουργίας. Ίσως η γνωστότερη συλλογή τροπαρίων με καλλιτεχνική πατρότητα είναι αυτή του μοναχού Αυξεντίου (πρώτο μισό του 5ου αιώνα), που ιστορείται στη βιογραφία του αλλά δε διατηρήθηκε σε καμία μεταγενέστερη τυπική λατρευτική διάταξη.

Η βυζαντινή Μουσική


Βυζαντινή μουσική είναι κοινός όρος που χρησιμοποιείται προκειμένου να χαρακτηρίσει το μεσαιωνικό ιερό μέλος των χριστιανικών εκκλησιών που ακολούθησαν το ορθόδοξο λειτουργικό τυπικό.

Είναι πιθανό στα αρχικά της στάδια να υπήρξε μία περαιτέρω ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής μουσικής αν και πλέον η βυζαντινή μουσική θεωρείται ως ανεξάρτητο μουσικό είδος, με συγκερασμό στοιχείων που προέρχονται από συριακές, εβραϊκές καθώς επίσης και ελληνικές πηγές. Οι αρχές της χρονολογούνται από ορισμένους μελετητές στον 4ο αιώνα μ.Χ, λίγο μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το Μέγα Κωνσταντίνο.

Η βυζαντινή μουσική που διασώζεται είναι στο σύνολο της εκκλησιαστική, με εξαίρεση κάποιους αυτοκρατορικούς ύμνους, που και αυτοί έχουν θρησκευτικά στοιχεία. Το βυζαντινό άσμα ήταν μονωδικό, σε ελεύθερο ρυθμό, και προσπάθησε συχνά να απεικονίσει μελωδικά την έννοια των λέξεων. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ελληνική. Ο βυζαντινός ύμνος, του οποίου υπήρξαν τρεις τύποι, ήταν η μέγιστη έκφανση αυτού του μουσικού είδους.

Μέρος της βυζαντινής μουσικής, αν και χρονικά μεταγενέστερο μπορεί να θεωρηθεί το δημοτικό τραγούδι, αν και διαφέρει απο την εκκλησιαστική μουσική στο ότι έχει σταθερό μέτρο, ώστε να εξυπηρετείται και ο χορευτικός σκοπός. Αυτό δεν είναι τυχαίο: στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, από τον ίδιο πολιτισμό η μουσική είναι ενιαία. Μην ξεχνάμε πως η πρώτη φορά που διδάχτηκε (ευρέως) η δυτική μουσική στον Ελληνικό χώρο, ήταν με την έλευση του Όθωνα. Μέχρι τότε η μουσική που εκτελείτο, ακουγόταν καταγραφόταν και διδασκόταν (εμπειρικά ή/και σε μουσικοδιδασκαλεία) ήταν η βυζαντινή.